ἁλώσει

ἁλώσει
ἅλωσις
capture
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἁλώσεϊ , ἅλωσις
capture
fem dat sg (epic)
ἅλωσις
capture
fem dat sg (attic ionic)
ἁλίσκομαι
to be taken
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπεράχθομαι — Α 1. στενοχωριέμαι πάρα πολύ («τῇ Μιλήτου ἁλώσει ὑπεραχθεσθέντες», Ηρόδ.) 2. οργίζομαι πάρα πολύ εναντίον κάποιου («μεθ οἷς ἐχθαίροις ὑπεράχθεο», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄχθομαι «λυπάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • Κάλλιστος, Ανδρόνικος — (Κωνσταντινούπολη 1420; – Αγγλία 1476).Λόγιος. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης μετανάστευσε στην Ιταλία. Δίδαξε αρχαία ελληνική φιλολογία στα σπουδαιότερα ιταλικά πανεπιστήμια της εποχής (Μπολόνια, Ρώμη, Φλωρεντία, Μιλάνο), όπου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН АНАГНОСТ — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ ᾿Αναγνώστης], визант. писатель сер. XV в., автор «Повествования об окончательном взятии Фессалоники» турками османами 29 марта 1430 г. И. А. был клириком (сан неизв.); между 1429 и 1433 гг. жил в Фессалонике, был очевидцем… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”